Σαν αετοφωλιά ξεπροβάλλει μέσα από το βουνό, η Όλυμπος, το μεγαλύτερο χωριό της Καρπάθου. Χτισμένη τον 8ο αιώνα μ.Χ από περίπου 70 οικογένειες, οι κάτοικοί της κυνηγημένοι από τις συνεχείς επιδρομές των πειρατών, οχυρώθηκαν μέσα στο κάστρο της για να προφυλαχθούν. Αποκομμένη και αυτόνομη από όλη την υπόλοιπη Κάρπαθο, για να πλησιάσει κάποιος στο πιο κοντινό χωριό έπρεπε να περπατήσει 4 ώρες ενώ η διαδρομή μέχρι τα Πηγάδια, την πρωτεύουσα του νησιού, διαρκούσε 8 ώρες. Αν και πληθυσμός του χωριού έφτασε κάποια στιγμή να αριθμεί κοντά 3.000 ανθρώπους, ελάχιστοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι που έχουν απομείνει. Η Όλυμπος, με την αναλλοίωτη θρησκευτική παράδοση, τα ιδιαίτερα έθιμα, και τις γυναίκες της, που κυκλοφορούν ολόκληρο το χρόνο ντυμένες με τις παραδοσιακές στολές τους, έχουν εδραιώσει τη φήμη της, ως το πιο παραδοσιακό χωριό των Δωδεκανήσων. Μια φήμη που ξεπερνάει τα σύνορα της χώρας και απλώνεται σε όλο τον κόσμο. Αλλά για πόσο ακόμα?
Ζώντας σχεδόν 80 χρόνια στο νησί, γέννημα- θρέμμα Καρπάθια, η Ειρήνη Διακογεωργίου, σύζυγος του παπά-Γιάννη μεγάλωσε μέσα στα χρόνια του πολέμου. Είδε τους γονείς της και τους συγγενείς της να σπέρνουν τα χωράφια ώρες ατελείωτες, να λείπουν ολόκληρη εβδομάδα για να σκάψουν, να θερίσουν και να «αλωνέψουν». Φορώντας την παραδοσιακή της φορεσιά μαζί με τον παπά-Γιάννη, έχουν στρώσει στο έδαφος τα ελαιόπανα και με τα ειδικά χτένια που έχουν, τα «λοναράκια» όπως τα λένε, χτενίζουν τα κλαδιά του δέντρου για να πέσουν κάτω οι καρποί, ενώ ο παπά –Γιάννης τραγουδά συνεχώς στα δέντρα γιατί, όπως λέει «τα δέντρα ακούνε μουσική και μεγαλώνουν». Μεγαλώνουν τις ελιές με την ίδια φροντίδα και αφοσίωση που μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Τα ελαιόδεντρα δεν λείπουν από καμία οικογένεια στο νησί ενώ ειδικά οι κοπέλες πρέπει να έχουν ελιές για την προίκα τους. «Όταν το σπίτι έχειν μέσα ψωμί και λάδι… μπορεί να ντζήσει και τίποτε άλλο να μην έχει», αναφέρει χαρακτηριστικά η παπαδιά. Οι ελιές αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο για κάθε οικογένεια «Οι έχοντες τη γη είχαν και το λόγο», τονίζει ο παπα-Γιάννης Διακογεωργίου.
Ο προορισμός κάθε οικογένειας ήταν η περιουσία, η οποία δεν έπρεπε να διαιρεθεί, αλλά να μεταβιβαστεί ολόκληρη στην πρωτότοκη και στον πρωτότοκο. Το έθιμο αυτό που καθιερώθηκε στην Κάρπαθο ονομάστηκε κανακαριά. Η κανακαριά ήταν η πρώτη κόρη της οικογένειας, που έπαιρνε την περιουσία της μητέρας της ενώ ο κανακάρης, ο πρώτος γιος που έπαιρνε την περιουσία του πατέρα του. Τα υπόλοιπα παιδιά έπρεπε να βρουν κάποιον άλλον τρόπο για να βγάλουν τα προς το ζην και να επιβιώσουν. Δύο επιλογές είχαν: Ή να προσπαθήσουν να ζήσουν όπως μπορούσαν, «αν μπορούσαν να ζήσουν», ή να φύγουν. Όπως αναφέρει ο παπα-Γιάννης, «αυτοί που έπρεπε να συμπληρώσουν το οικογενειακό εισόδημα έπρεπε να ξενιτευτούνε». Γι' αυτό το λόγο, πολλοί πήγαιναν στην Κρήτη, στη Σάμο, στη Μικρά Ασία και έκαναν όλες τις οικοδομικές εργασίες. Έγιναν μάστορες, ασχολήθηκαν με την πέτρα, το χτίσιμο, έκαναν τα πάντα για να μπορέσουν να συντηρηθούν.
H Όλυμπος έχει μείνει πλέον βουβή. Τα σπίτια του χωριού που ήταν κάποτε ανοιχτά έχουν λιγοστέψει, ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι περίπου 70. Οι φωνές των παιδιών που ηχούσαν εκκωφαντικά από τις γειτονιές, έχουν σωπάσει. Κλειστά σπίτια, άδειες γειτονιές. Το μεγάλο αυτό χωριό ερήμωσε και συνεχίζει να ερημώνει. «Και περπατείς από εδώ να πας πέρα στην άλλη άκρη, που είναι το σούπερ μάρκετ που ψωνίζουμε, και δεν έχει να απαντήσεις άνθρωπο, ούτε καλημέρα, ούτε καλησπέρα, ούτε τίποτα». Περιγράφοντας αυτήν την εικόνα του έρημου χωριού, η παπαδιά απογοητεύεται. «Συνηθίσαμε και περνούμε έτσι. Τι να κάνουμε? Εφύγαν οι ανθρώποι, φύγανεν όλα», λέει η ίδια.
Αναζητώντας μια καλύτερη τύχη μιας και οι δουλειές στο νησί ήταν λιγοστές αρκετοί Καρπάθιοι εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Οι πρώτοι που έφυγαν ήταν όσοι δεν είχαν δική τους γη. Ήταν μάστορες, οικοδόμοι και τσοπάνηδες που αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό γιατί δεν διέθεταν τα χωράφια. «Αυτοί που δεν είχανε μοίρα, δηλαδή χωράφια και αμπέλια, δεν είχαν μοίρα στον τόπο και φύγαν πρώτοι», αναφέρει ο παπα-Γιάννης. Τελευταίοι έφυγαν οι γεωργοί. Ξενιτεύτηκαν στην Αμερική, τη Γερμανία, τον Καναδά, την Αυστραλία. Ο κόσμος που καλλιεργούσε για να συντηρήσει την οικογένειά του, σταμάτησε να καλλιεργεί.
«Ήρθε η περίοδος που έκανα ένα μεροκάματο κι έπαιρνα ένα σακί με αλεύρι που μπορούσε να περάσει η οικογένειά μου ένα μήνα. Τι ανάγκη να πάω να ταλαιπωρούμαι πάνω στα βουνά, ενώ δούλευα δυο μέρες ? Δεν ήταν ανάγκη, ας πούμε, ν΄ασχολούμαι όλο το χρόνο με τα χωράφια για να εφοδιάσω το σπίτι μου με ψωμί. Έτσι, μ΄αυτόν τον τρόπο καταργήθηκαν τα χωράφια. Όλα τα χωράφια», αφηγείται ο παπα-Γιάννης. Ο ένας μετά τον άλλον έφευγε, και βλέποντας αυτούς που ξενιτεύτηκαν πρώτοι, να κερδίζουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα χρήματα απ’ ότι με τις καλλιέργειες οι κάτοικοι της Ολύμπου σταμάτησαν να ασχολούνται με τη γη για τα προς το ζην.
«Ήταν πολύ ωραία...είχε κόσμο το χωριό και τα γλέντια μας...τα γλέντια μας πάρα πολύ ωραία», αφηγείται απογοητευμένη η κα Ειρήνη η παπαδιά, βλέποντας την Όλυμπο συνεχώς να ερημώνει. Στο χωριό αυτό η παράδοση και τα λαογραφικά στοιχεία έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο. Κάθε οικογένεια έχει το δικό της εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο σε έναν άγιο. Για κάθε εκκλησάκι υπάρχει κι ένα ξεχωριστό πανηγύρι προς τιμήν του Αγίου. Με την πάροδο των χρόνων ωστόσο
και την ερήμωση του τόπου οι γιορτές και τα γλέντια δεν σφύζουν από κέφι και ζωντάνια όπως παλιά. Οι κάτοικοι της Ολύμπου λιγοστεύουν συνεχώς αγωνιώντας για το μέλλον των εθίμων τους. Αισθάνονται πως η παράδοση χάνεται, πώς τίποτα δεν θυμίζει το παρελθόν. Τα πολύβουα και πολυπληθή γλέντια τους με τους χορούς, με τους γάμους, δεν υπάρχουν πια. «Μα αφού έφυγαν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι τα κάνουν και τα έθιμα και τα γλέντια», περιγράφει η παπαδιά.
Ντυμένη με την παραδοσιακή της φορεσιά , η Σοφία Φαρμακίδη ζυμώνει ακόμη ψωμί σε έναν από τους δύο εν λειτουργία μύλους του νησιού. Εδώ και 74 χρόνια η κ. Φαρμακίδη δεν έχει βάλει άλλα ρούχα. Κυκλοφορεί με το καβάι της, όπως λέγεται η τοπική φορεσιά, που το έχει ράψει μόνη της στον αργαλειό. Ακόμα και η μητέρα της παρότι έχει φύγει στην Αμερική εδώ και 50 χρόνια, δεν έβγαλε ποτέ τη στολή της. To φούρνισμα στους μύλους και η ζύμωση του ψωμιού μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή της. «Η μάνα μου σηκωνότανε από τις πέντε η ώρα και
έκανε τα ψωμιά, για τα παιδιά της. Η γειτόνισσα έκανε για την οικογενειά της. Όλοι για τα παιδιά, για να περάσει η εβδομάδα. Δεν είχες άλλο τρόπο για να ζήσεις», περιγράφει η κυρία Σοφία. Το ψωμί που ζύμωναν το κρατούσαν για μία εβδομάδα «Ερχόντουσαν οι γυναίκες την Παρασκευή το βράδυ, φουρνίζαν το Σάββατο και φεύγαν την Κυριακή πάλι και πηγαίνανε στην Αυλώνα και μένανε εκεί και σκάβανε τα χωράφια όλη τη βδομάδα και μετά ξαναρχόντουσαν πάλι Παρασκευή να κάνουν ψωμί και να ξαναπάνε πίσω», αναφέρει η κυρία Σοφία.
Ο οικισμός της Αυλώνας αποτελούσε το κέντρο της γεωργικής ζωής της περιοχής της Ολύμπου και του Διαφανίου καθώς οι κάτοικοι διατηρούσαν εκεί «στάβλους» που τους αποκαλούσαν και «σταβλαλώνια» γιατί δίπλα σε κάθε στάβλο υπήρχε και το αλώνι. Στην ουσία ήταν οι αγροικίες τους, ένας τύπος καταλύματος δηλαδή ώστε να στεγάζονται την περίοδο των καλλιεργειών αλλά και να προφυλάσσουν τα ζώα τους. Ο στάβλος, όπως εξηγεί η κα. Σοφία είχε έναν τοίχο στη μέση όπου μπορούσαν να βάζουν οι άνθρωποι τα πόδια από μέσα όταν έβρεχε για να κοιμηθούν. Σε αρκετούς στάβλους υπήρχε ξεχωριστό δωμάτιο για τους ανθρώπους και ξεχωριστό για τα ζώα. Κάθε χειμώνα οι κάτοικοι της Ολύμπου πήγαιναν στα χωράφια τους και έσκαβαν ενώ το Μάϊο τα θέριζαν. Αμπέλια, κριθάρι, σιτάρι, όσπρια και οτιδήποτε άλλο είχαν βάλει το «αλώνιζαν» εκεί. Τώρα πια η Αυλώνα αριθμεί λιγότερους από δέκα κατοίκους.
Ο κος Μιχάλης, οικοδόμος στο επάγγελμα και η συζυγός του Άννα Λεντάκη, είναι από τους λιγοστούς ανθρώπους που ζουν στον οικισμό της Αυλώνας Καρπάθου. Δουλεύουν σχεδόν όλη τους τη ζωή για να συντηρήσουν την οικογένειά τους είτε στην ταβέρνα που διατηρούν το καλοκαίρι, είτε στα χωράφια και στα ζώα τους, αλλά και σε διάφορες εποχιακές εργασίες. Το ίδιο κάνουν όμως και τα τέσσερα παιδιά τους. Ο καθημερινός μόχθος των γιων τους, Γιώργου και Νίκου, για το μεροκάματο είναι συνεχής. Ο Νίκος δουλεύει στην Πυροσβεστική ενώ ο Γιώργος είναι υδραυλικός, αλλά κατά τη διάρκεια του Χειμώνα «άμα υπάρχει κάπου δουλειά οικοδομική ξέρουνε και κάνουνε...» αφηγείται η μητέρα τους, Άννα.
Όπου τους φωνάξουν για δουλειά, πηγαίνουν για να βγάλουν κανένα μεροκάματο, για να καλύψουν τα έξοδά τους"
Άννα Λεντάκη
Η Μαρίνα Λεντάκη, κόρη της Άννας και του Μιχάλη διατηρεί μία ταβέρνα στην Όλυμπο που το χειμώνα την μετατρέπει σε αναγνωστήριο και γραφείο για τα δυο της παιδιά. Πάνω στα τραπέζια που σερβίρει τους πελάτες το καλοκαίρι, τα παιδιά της ακουμπούν τα βιβλία και τα τετράδιά τους και προσπαθούν να μελετήσουν για την επόμενη μέρα. Η κόρη της, Αννούλα, φέτος τελειώνει το δημοτικό και ο γιος της, Βασιλάκης, του χρόνου θα πάει πέμπτη δημοτικού. Τα παιδιά αποτελούν τους δύο μοναδικούς μαθητές του δημοτικού σχολείου του χωριού. Δεν ήταν πάντα έτσι όμως. Κάποτε το σχολείο είχε 250 -300 μαθητές, ενώ τώρα εκτός από τα παιδιά της υπάρχουν μόνο άλλα δύο που πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο.
Τα παιδιά είναι απογοητευμένα και προβληματισμένα κάθε φορά που αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχουν άλλοι συμμαθητές τους να παίξουν, να μιλήσουν, να συζητήσουν για το σχολείο. Διέξοδός τους αποτελούν μόνο οι εργασίες στα χωράφια με τη γιαγιά και τον παππού, μας αφηγείται η γιαγιά τους, Άννα Λεντάκη. «Όσον ακούνε από τα παλιά ότι υπήρχαν τόσα παιδιά και φτάσαμε μόνο στα δύο εε, κάπου είναι μία απογοήτευση», λέει.
«Μένουμε χωρίς γιατρό τον Χειμώνα» αναφωνεί, η κ. Άννα Λεντάκη . «Υπάρχουνε περιπτώσεις που δεν υπάρχει γιατρός. Είναι μια περίοδος που όταν φεύγει ο ένας, εκάμνει κάποιες μέρες να ‘ρθει ο άλλος...Και καμιά φορά έρχεται και ένας μήνας να μην έχουμε...». Για να βρουν κάποιον θα πρέπει να πάνε στα Πηγάδια, την πρωτεύουσα του νησιού που απέχει περισσότερο από μία ώρα από το χωριό τους. «Κι αν είναι ο δρόμος κλειστός, καλό ταξίδι», συνεχίζει περιγράφοντας τη δυσκολία της κατάστασης και την απελπισία που νιώθουν. Για να φτάσει ένα ασθενοφόρο, θα πρέπει ο δρόμος να είναι καθαρός, καθώς μπορεί στη διαδρομή να συναντήσει κατολισθήσεις. «Γιατί τώρα που αρχίζουν και γκρεμίζονται οι δρόμοι, τα βουνά, οι πέτρες…αν είναι ο δρόμος καθαρός και ξεπεράσει το ασθενοφόρο κι ‘ρθεί και πάρει τον ασθενή στα γρήγορα, καλά θα ‘ναι»,
αναφέρει, ενώ διηγείται την ημέρα εκείνη που ο σύζυγός της είχε πάθει έμφραγμα και έως ότου διακομιστεί στην Αθήνα δέχτηκε τις πρώτες βοήθειες από τους γείτονές του. «Τώρα είμαστε στον ουρανό από κάτω. Έχουμε τον Θεό. Όταν θέλει ο Θεός ζούμε. Όταν δεν θέλει…» επισημαίνει η κος Μιχάλης. Για τους κατοίκους της Ολύμπου η πίστη είναι αυτή που παίζει καταλυτικό ρόλο στο αν θα σωθούν ή όχι. Οι άγιοι για εκείνους είναι κάτι σαν γιατροί. «Αυτοί μας φυλάνε. Τους αγίους εδώ πέρα τους έχουμε αντί για γιατρούς. Κι άμα πονάμε, άμα έχουμε κάποιο πρόβλημα, θα ανάψουμε το καντήλι και θα περιποιηθούμε τον άγιο» τονίζει η κ. Λεντάκη. «Γιατί… πρώτα θα τάξουμε τον άγιο και μετά θα μπούμε και στο ασθενοφόρο να φύγουμε».
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Γιάννης Κολεσίδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Γιάννης Κολεσίδης
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ VIDEO Φοίβη Φρονίστα, Γιάννης Κολεσίδης
ΚΕΙΜΕΝΑ Ιωάννα Καρδάρα
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Βίκτωρας Αντωνόπουλος
ΜΟΝΤΑΖ Γιώργος Κολιός, Γεωργία Μπεμπέλου
*Όλο το δημοσιογραφικό υλικό προέκυψε από ταξίδια που έγιναν Νοέμβριο 2019 και Μάρτιο 2021