Αν και η Γαύδος αχνοφαίνεται από τα πρώτα λεπτά του ταξιδιού, το ταξίδι για την αποβίβαση διαρκεί περίπου τέσσερις ώρες. Μέσα από το μικρό πλοίο "Σαμαριά¨το σκηνικό είναι επαναλαμβανόμενο. Από τα φινιστρίνια κάνουν την εμφάνισή τους τα σύννεφα, τα οποία αμέσως μετά εξαφανίζονται, για να δώσουν τη θέση τους στα κύματα, καθώς το πλοίο τραμπαλίζεται πασχίζοντας να διαβεί το ταραγμένο πέλαγος. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το πλοίο καθηλώνεται για μέρες εξαιτίας των ισχυρών ανέμων. Οι κάτοικοι του μικροσκοπικού αυτού νησιού πρέπει να έχουν φροντίσει για το απόθεμά τους σε βασικά αγαθά, αφού μπορεί να κάνουν έως και 15 μέρες μέχρι να δουν το πλοίο να δένει στο λιμάνι τους. Η επιβίωσή τους αλλά και η υγεία τους εξαρτάται αποκλειστικά από αυτό.
Ελάχιστοι είναι αυτοί που επισκέπτονται τη Γαύδο τον χειμώνα. Δεν είναι λίγες οι φορές που πέρα από το πλήρωμα δεν υπάρχει κανένας άλλος στο καράβι. Ο μοναδικός επιβάτης, ο Ιρλανδός John Daly, αποφάσισε να βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση και να δοκιμάσει να περάσει τον χειμώνα του στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Στο άδειο κατάστρωμα αγναντεύει την αφρισμένη θάλασσα μέχρι να φτάσει στο νησί για να ανακαλύψει το μέρος που θα μείνει για το επόμενο έτος.
Γενικά αυτά τα νησιά δεν τα δηλώνουν οι γιατροί. Είναι δύσκολο να φύγεις να αφήσεις την οικογένειά σου, τους φίλους σου, τη σχέση σου και να έρθεις σε ένα μέρος εδώ πέρα, στο οποίο θα σε δέρνει το κύμα, οι αέρηδες, θα σαι ολομόναχος δεν θα ξέρεις κανέναν…”
Βασίλης Οικονομάκης
Ο Βασίλης Οικονομάκης, στα 33 του χρόνια, ξεκίνησε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία με σκοπό να μπορέσει να κάνει ταυτόχρονα και το αγροτικό του σε κάποιο απομονωμένο νησί. Tο αγροτικό ιατρείο του νησιού είχε μείνει ακάλυπτο και μετά από πέντε μήνες θητείας, μεταφέρθηκε στη Γαύδο και είναι ο μοναδικός γιατρός του νησιού. Όπως λέει ο ίδιος, όποιος αναλαμβάνει να παρέχει ιατρικές υπηρεσίες στο νησί ζει μονίμως μες στο άγχος σε περίπτωση που συμβεί κάτι σοβαρό σε κάποιον κάτοικο και δεν προλάβει να διακομιστεί. «Δεν υπάρχει ούτε ένας νοσηλευτής, τα κάνεις όλα. Εγώ αυτή τη στιγμή εδώ πέρα είμαι φαρμακοποιός, είμαι νοσοκόμος, είμαι γιατρός, είμαι κτηνίατρος, είμαι λίγο απ’ όλα. Αν κάποιος πάθει κάτι και έχει απαγορευτικό στο νησί μπορεί να σου μείνει στα χέρια ”
Σε κάποιες από τις επισκέψεις που κάνει στους κατοίκους ο γιατρός, Βασίλης Οικονομάκης, συναντά την 76χρονη, Φιλιώ Κουφιδάκη, μία από τις γηραιότερες κατοίκους στα Βατσιανά. Η κυρία Φιλιώ ζει μόνη της σε ένα μικρό αγροτικό σπίτι και τη μέρα την περνάει ολομόναχη ταϊζοντας τις κότες της. Μπορεί να περάσουν και δυο μέρες χωρίς να δει άνθρωπο. «Μου λείπει βέβαια αλλά τι κάνω? Άμα δεν δεις έναν άνθρωπο, να ακούσεις μια μιλιά, να' σαι όλη μέρα μοναχή. Τι να κάνεις?
Κρατώντας την γκλίτσα του ο κτηνοτρόφος Νίκος Λουγιάκης βαδίζει προς τη στάνη με τα ζώα του. Εδώ και 57 χρόνια ζει στη Γαύδο, στα Βατσιανά, έχοντας μεγαλώσει μέσα σε μία αγροτική οικογένεια μαζί με τα έξι αδέρφια του, δίχως ρεύμα παρά μόνο με ένα λυχναράκι για λάμπα. Από πολύ μικρός έμαθε να αρμέγει και να τυροκομεί να θερίζει και να αλωνίζει. Πρωταρχικό του μέλημα είναι τα παιδιά του και η οικογένεια τους. Μεγάλο όμως μέρος της ημέρας τον περνάει και με τα ζώα του.
Την πιο πολύ μέρα την σπαταλάω στα ζώα. Είναι ζωές. Αυτά μεγάλωσαν εμένα, αυτά μεγαλώνουν τα παιδιά μου."
Νίκος Λουγιάκης
Ο κ. Νίκος και η γυναίκα του Έφη μεγαλώνουν τα τρία τους παιδιά τον Δαμολή, τον Νικόλα και την Κέλλυ, προσπαθώντας να μην τους λείψει τίποτα. Η οικογένεια έχει τρία από τα συνολικά τέσσερα παιδιά που υπάρχουν σε όλο το νησί. Το μόνο που τους λείπει, είναι η συντροφιά άλλων παιδιών. «Λείπουν οι παιδικές χαρές, τα άλλα παιδάκια», λέει ο κ. Λουγιάκης. Από την άλλη αισθάνεται πολύ τυχερός που τα παιδιά του δεν μεγαλώνουν κλεισμένα μέσα σε ένα διαμέρισμα αλλά στη φύση. «Σκέψου ένα παιδί να είναι στο μπαλκόνι σε ένα διαμέρισμα και σκέψου ένα παιδί να είναι ελεύθερο μες στο πράσινο, μέσα στα ζωάκια, μέσα στον ήλιο τον καθαρό»
Κάθε πρωί, το σχολικό του δήμου περιμένει έξω από το σπίτι της οικογένειας Λουγιάκη, τον Νικόλα και την Κέλυ, για να τους αφήσει στην είσοδο του σχολείου. Η δασκάλα του δημοτικού σχολείου, Μαρία Δανά, περιμένει τους δύο μοναδικούς μαθητές της στην πόρτα για να ξεκινήσουν το μάθημά τους. Για εκείνη το να έρθει να διδάξει σε έναν τόσο απομονωμένο τόπο, όπως η Γαύδος, ήταν μία πρόκληση. Πέρα από τις δυσκολίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει τον χειμώνα, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η έλλειψη συνομηλίκων, καθώς όπως λέει, δεν υπάρχουν ευκαιρίες να κοινωνικοποιηθούν τα παιδιά, στο βαθμό που θα τις είχαν σε ένα σχολείο της πόλης.
Το σχολικό μάθημα μοιάζει περισσότερο με διάβασμα στο σπίτι, εξαιτίας της απουσίας άλλων μαθητών και της υπέροχης σχέσης που έχουν αναπτύξει τα παιδιά με τη δασκάλα τους. Έχοντας ενώσει μέσα στην τάξη δύο θρανία απλώνουν τα τετράδια και τα βιβλία τους. Η δασκάλα τους κάθεται ανάμεσά τους και κάπως έτσι ολοκληρώνεται η σχολική τους μέρα, έχοντας ως συντροφιά τους και το κουτάβι της μικρής Κέλλυς, που δεν το αποχωρίζεται ποτέ.
Οι Ρώσοι είναι άλλη ιστορία. Πάνε παντού για βοήθεια. Αυτοί είναι δώρο θεού στη Γαύδο”
Νίκος Λουγιάκης
Στον ίδιο οικισμό με την οικογένεια Λουγιάκη, τα Βατσιανά, ζουν οι Ρώσοι. Έτσι συνηθίζουν να αποκαλούν οι κάτοικοι του νησιού, τον Aleksey Yuzgin από τη Ρωσία, τον Marec Boronec από την Πολωνία και την Alla Yavtushenko από την Ουκρανία. Η φιλοσοφία ήταν πάντα για αυτούς μία πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να μάθουν την φιλοσοφία μόνο μέσα από τα βιβλία. Έτσι πήραν την απόφαση να βρουν σπίτι στην Ελλάδα και να μείνουν.
“Έπρεπε να πάμε στην πατρίδα της φιλοσοφίας, να αναπνέουμε τον αέρα, τους Έλληνες, να τρώμε το ίδιο φαγητό, να έχουμε επικοινωνία. Τα βιβλία δεν μπορούν να σου δείξουν τα πάντα», λέει ο Αλεξέι. Επισκέφθηκαν διάφορα νησιά μέχρι να καταλήξουν στη Γαύδο. Μέσα τους υπήρχε πάντοτε μια υποσυνείδητη ευχή να βρεθούν πιο νότια. «Είμαστε από τον Βορρά, από το κρύο, είχαμε τάση να πάμε προς το Νότο, προς τη ζέστη πιο πολύ και φτάσαμε στην Κρήτη”. Στην Κρήτη έμαθαν ότι υπάρχει και άλλο νησί πιο νότια. Ήρθαν λοιπόν στην Γαύδο και αποφάσισαν να μείνουν. Η ευχή τους είχε πλέον εκπληρωθεί. Η γιγάντια καρέκλα που κατασκεύασαν και τοποθέτησαν στο πιο νότιο άκρο του νησιού, συμβολίζει το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης.
Για πολλούς ανθρώπους η Γαύδος αποτελεί ένα καταφύγιο ψυχής, ένας τόπος όπου μπορεί να ηρεμήσουν από τα προβλήματα που τους βασανίζουν, να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους και τις ερινύες που τους καταδιώκουν. Ο 52χρονος, Άρης Καρακυριάκος αναζητώντας το δικό του καταφύγιο έφυγε από την Αθήνα πριν από 8 χρόνια και τον τελευταίο χρόνο κατέληξε στη Γαύδο. Ζώντας μέσα στο τροχόσπιτό του απολαμβάνει να βλέπει και να ακούει τη φύση. Τον ήχο της βροχής και του ανέμου. Από το παράθυρο του τροχόσπιτου ο Άρης βλέπει το απέραντο γαλάζιο, γίνεται ένα με τη φύση και το περιβάλλον και αυτό είναι που τον ηρεμεί.
Όσο ήταν στην Αθήνα δεν μπορούσε να βρει αυτή τη γαλήνη γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει για τα Χανιά. Εκεί δούλεψε στο φαράγγι της Σαμαριάς και γνώρισε τη δήμαρχο που του προσέφερε δουλειά στα ενοικιαζόμενα δωμάτια που έχει στο νησί. «Στην Αθήνα δεν ξέρω τι θα γινόταν, αν θα μπορούσα να είμαι καλά». Εδώ πραγματικά γνωρίζω τον εαυτό μου, απελευθερώνομαι. Στην Αθήνα είχα χάσει πολλά πράγματα, πολλές αξίες που είχα». Για τον Άρη η παραμονή και η διαμονή τον Χειμώνα στην Γαύδο αποτελεί μέθοδο ψυχοθεραπείας για κάποιους.
Ψυχοθεραπευτικά έρχονται πιστεύω πολλοί το χειμώνα στο νησί. Ψυχαναγκαστικά, για να γλιτώσουν από την πόλη, από άλλα προβλήματα"
Άρης Καρακυριάκος
Ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων της Γαύδου κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πέρα από τους ντόπιους που δεν ξεπερνούν τους 100 ανθρώπους, διαμορφώνεται και από τον αριθμό των κατασκηνωτών. Καθώς το νησί, αποτελεί διάσημο καλοκαιρινό προορισμό για τους ελεύθερους κατασκηνωτές, πολλοί είναι αυτοί που συνεχίζουν να μένουν στις παραλίες, όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Κατασκηνώνουν μέσα στους πολυάριθμους κέδρους που φυτρώνουν στις διάσημες παραλίες του νησιού, φτιάχνοντας τις δικές τους καβάτζες, άλλοι με πέτρες και ξύλα άλλοι με σκηνές, και άλλοι ολόκληρες κατασκευές, που μοιάζουν με μικρά σπίτια που διαθέτουν κρεβάτι, κουζίνα και σόμπα για να ζεσταίνονται.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ο Γερμανός Νιλς έχει δημιουργήσει τη δική του καβάτζα στην παραλία του Αη- Γιάννη. Όπως λέει ο ίδιος, ένας φίλος του έφτιαξε μια καλή καβάτζα και τον χειμώνα μένει εκεί. Για εκείνον είναι ένας πολύ ωραίος χώρος, με κουζίνα και κρεβάτι. Εκεί μαγειρεύει και κοιμάται ενώ για να ζεσταθεί ανάβει την ξυλόσομπα και μαγειρεύει μια ώρα για να σπάσει την υγρασία. “Είναι σαν μικρό σπίτι, δεν είναι πολλά τετραγωνικά, αλλά μου φτάνει”. Κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής σεζόν εργάζεται ως σερβιτόρος ενώ τον χειμώνα κάνει οικονομία και καμιά φορά μπορεί να καθαρίσει κάποιον κήπο.
Φορώντας όλο το χρόνο τις σαγιονάρες του περπατάει κάθε μέρα 40 λεπτά από το Καστρί, την πρωτεύουσα του νησιού, για να φτάσει στην καβάτζα του και απολαμβάνει την ελευθερία του νησιού. Όταν ήρθε για πρώτη φορά διακοπές στη Γαύδο, είχε προγραμματίσει να καθίσει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά τελικά έμεινε όλο το καλοκαίρι. “Μετά έφυγα για λίγο αλλά δεν μου άρεσε στη Γερμανία και ξαναγύρισα…” Ήταν η τελευταία φορά που επέστρεψε στη χώρα του.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Γιάννης Κολεσίδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Γιάννης Κολεσίδης
ΒΙΝΤΕΟΓΡΑΦΗΣΗ Γιάννης Κολεσίδης
ΚΕΙΜΕΝΑ Ιωάννα Καρδάρα
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Βίκτωρας Αντωνόπουλος
ΜΟΝΤΑΖ Γιώργος Κολιός
*Όλο το δημοσιογραφικό υλικό προέκυψε από ταξίδι που έγινε Ιανουάριο 2020