Επιβάτες, φορτηγά κι οχήματα επιβιβάζονται νωρίς το απόγευμα από το λιμάνι του Πειραιά με προορισμό το λιμάνι της Ανάφης. Στο ταξίδι τους, που διαρκεί περισσότερο από 11 ώρες περνούν από ενδιάμεσους σταθμούς, κοσμοπολίτικα νησιά με αρκετούς μόνιμους κατοίκους, ενώ μέχρι να φτάσουν στην Ανάφη, η νύχτα έχει διαδεχτεί την μέρα και οι επιβάτες από το κατάστρωμα παρατηρούν τα χρώματα της ανατολής. Στη διαδρομή ακούνε αλλεπάλληλα ηχητικά μηνύματα που τους ειδοποιούν κάθε φορά που το καράβι δένει σε κάποιο λιμάνι. Όσοι αποβιβάζονται στην πλειοψηφία τους είναι κάτοικοι που επιβιβάστηκαν από το γειτονικό νησί, τη Σαντορίνη και επιστρέφουν στον τόπο τους εφοδιασμένοι με προμήθειες.
Σύμφωνα με την μυθολογία η Ανάφη, αναδύθηκε, "ανεφάνη", μέσα από πελώρια κύματα, μια νύχτα σκοτεινή, μετά από επιθυμία του Απόλλωνα, για να προσφέρει καταφύγιο στους ταλαιπωρημένους Αργοναύτες. Κατά την αργοναυτική εκστρατεία, ο Ιάσονας με το πλοίο του Αργώ και το πληρωμά του επιστρέφοντας από την Κολχίδα, συνάντησαν καταιγίδα και αποπροσανατολισμένοι έψαχναν να βρουν την ρότα του γυρισμού. Ο θεός Απόλλωνας, εισακούγοντας τις προσευχές του Ιάσονα, έριξε τη φωτεινή σαΐτα του, το σκοτάδι φωτίστηκε και τους φανέρωσε το μικροσκοπικό νησί της Ανάφης.
Φτάνοντας στο λιμάνι της Ανάφης, το σκηνικό που αντικρίζει κανείς μαγνητίζει το βλέμμα. Η βρεγμένη άμμος που έχει φτάσει σχεδόν στο δρόμο μαρτυρά ότι τις προηγούμενες ημέρες τα κύματα έσκαγαν με μανία στην στεριά, σπρώχνοντάς την με ορμή προς τα έξω. Το χρυσοκίτρινο χρώμα της άμμου και το βαθύ μπλε της θάλασσας που φωτίζονται από το πρώτο φως του ήλιου, ολοκληρώνουν το χειμωνιάτικο τοπίο. Η Ανάφη δεν θυμίζει το νησί του καλοκαιριού καθώς αυτοί που απομένουν δεν είναι περισσότεροι από 200. Η χειμερινή πλευρά της διαφέρει αρκετά από το πολύβουο νησί στο οποίο μεταμορφώνεται το καλοκαίρι.
Στην διάσημη παραλία Ρούκουνας, αγαπημένο στέκι των κατασκηνωτών, οι δεκάδες σκηνές που στήνονται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και σχηματίζουν τουλάχιστον τρεις σειρές κατά μήκος της ακτής, έχουν πλέον εξαφανιστεί. Οι φωνές των κατασκηνωτών έχουν αντικατασταθεί από τους φυσικούς ήχους του ανέμου και των κυμάτων, ενώ στη μέση της ακτής, ένας μοναχικός επισκέπτης κάθεται σκυμμένος και διαβάζει το βιβλίο του, καθώς ο αέρας του ξεφυλλίζει τις σελίδες. Το κύμα έχει δημιουργήσει τόσες ρυτιδώσεις στην άμμο που κάνει το χρώμα της να εναλλάσσεται από το απόλυτο μαύρο στο ανοιχτόχρωμο καφέ. Τα δεκάδες αλμυρίκια δεν χρειάζεται πια να προσφέρουν την σκιά τους. Τον ρόλο τους έχει πάρει ο συννεφιασμένος ουρανός.
Ανεβαίνοντας από το λιμάνι, το δρόμο που σαν τυλιγμένο φίδι οδηγεί στη χώρα, μπορεί να περιπλανηθεί κανείς στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια με τα κατάλευκα σπίτια και τις μικροσκοπικές αυλές. Η απόλυτη σιγή σπάει στο καφέ μπαρ «Βυθός», το στέκι των ντόπιων και των καθηγητών του Γυμνασίου-Λυκείου του νησιού, για καφέ και πρωϊνό, που παραμένει ανοιχτό κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι ομιλίες από τον κόσμο που έχει γεμίσει τα τραπέζια, δημιουργούν μία εντελώς διαφορετική αίσθηση απ’ αυτήν που επικρατεί στο υπόλοιπο νησί. Ο χρόνος εκεί, έχει σταματήσει στους μήνες του καλοκαιριού και η εικόνα με τις μοναχικές και έρημες σκηνές, που εκτυλίσσονται συνήθως σε ανάλογα καφέ τους χειμερινούς μήνες σε νησιά της άγονης γραμμής, ανατρέπεται.
Τις φωνές των ανθρώπων απ' το καφέ Βυθός, τις διαδέχονται οι κραυγές των ζώων, ο παφλασμός των κυμάτων και τα αργά βήματα της 68χρονης Ζαμπέτας Αλεξοπούλου, της παπαδιάς της Ανάφης. Βαδίζοντας δίπλα στο κτήμα της, φορώντας την ποδιά της, κουβαλά τις ζωοτροφές για να ταΐσει τα ζώα της, ενώ την ακολουθεί η σκυλίτσα της η Κανέλα. Στη διαδρομή για τον περιφραγμένο χώρο με τις κότες, τα κουνέλια και τις χήνες, την συνοδεύουν μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών που ακούγονται ανάμεσα από τις πανύψηλες καλαμιές και τα τεράστια αλμυρίκια, που υπάρχουν κατά μήκος του ανηφορικού χωματόδρομου. Διατηρεί εδώ και 30 χρόνια παραδοσιακή ταβέρνα δίπλα από την ξακουστή παραλία του Ρούκουνα, με προϊόντα που προέρχονται αποκλειστικά από το κτήμα της.
Συχνά αναπολεί την παλιά εποχή, τότε που είχε κόσμο στο νησί. "Είμαστε δεμένες οικογένειες. Τώρα υπάρχει μοναξιά γιατί κλείνεται ο κάθε ένας στο σπίτι του, γιατί έχει την τηλεόρασή του και δεν βγαίνει έξω”. Τώρα πια, τον χειμώνα σχεδόν τίποτα δεν μένει ανοικτό. Ένα-ένα τα καφέ και τα εστιατόρια μετά το Φθινόπωρο κλείνουν. «Δεν έχει δραστηριότητες. Τι άλλο να έχει να κάνει ο άνθρωπος. Δεν έχει πού να πάει. Τι να' χει πλην από το να πάει στα περιβόλια του." Την ίδια στιγμή οι κάτοικοι στην Ανάφη έχουν να αντιμετωπίσουν βασικές ελλείψεις. Στο νησί δεν υπάρχει ούτε κρεοπωλείο, ούτε φαρμακείο, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ένας μόνιμος γιατρός. «Καλά παιδιά οι γιατροί που έρχονται, αλλά τι να το κάνεις; Έρχονται από το θρανίο κατευθείαν στην Ανάφη. Δεν έχουμε έναν μόνιμο έμπειρο γιατρό», αναφέρει η Παπαδιά.
Ο 88χρονος Μανώλης Σιγάλας, φορώντας το καπέλο του και έχοντας πάντοτε μαζί του μια σφυρίχτρα επισκέπτεται κάθε μέρα τον αδερφό του Αντώνη που βρίσκεται κατάκοιτος στο κρεβάτι του, έπειτα από ατύχημα που είχε όταν έπεσε την ώρα που πότιζε τα λουλούδια στον κήπο του. Στη διαδρομή για το σπίτι του αδερφού του σφυρίζει δίνοντας το σήμα της επίσκεψής του. Ο ήχος από το σφύριγμα καθώς και τα αργά, μικρά βήματά του, σπάνε την βουβαμάρα που επικρατεί στο νησί. Απολαμβάνει να κάνει συντροφιά και να πίνει τον καφέ του με τον αδερφό του. Ψαράς στο επάγγελμα, πριν κάποια χρόνια έχασε τη γυναίκα του, την μοναδική και πιο αγαπητή του συντροφιά. Έφυγε ξαφνικά, μια μέρα την ώρα που έπινε το γάλα της. "Αν είχε έρθει το ελικόπτερο νωρίς θα την προλάβαιναν" τονίζει.
Σε ένα νησί χωρίς φαρμακείο ακόμη και η χορήγηση ενός απλού παυσίπονου είναι μια δύσκολη διαδικασία. «Άντε ζήτησε από τη γιατρό ένα depon να πάρεις...Μπορεί να σου δώσει ένα δανεικό και θα πρέπει να το ξαναπάς πίσω». Φεύγοντας από τον αδερφό του, σιγά-σιγά, βαστώντας την μαγκούρα του «χάνεται» στα σοκάκια του νησιού έως την επόμενή του στάση.
Εκτός από τον αδερφό του έχει για συντροφιά, τον φίλο και γείτονά του Μάρκο Πελέκη, ο οποίος μαζί με την γυναίκα του Μαρία μένουν στο διπλανό σπίτι. Οι δύο φίλοι, φορώντας τα καπέλα τους, τις ημέρες που ο καιρός το επιτρέπει παίρνουν τις πολυθρόνες τους, τις τοποθετούν μπροστά από την είσοδο των σπιτιών τους και κάθονται μπροστά από τον ήλιο. Όσο κάθονται και συνομιλούν μετρούν τους περαστικούς και στο τέλος υπολογίζουν πόσους ανθρώπους είδαν. «Είδα πέντε, έξι. Περάσανε από δω...Τώρα για να δούμε, θα περάσουν από εδώ οι γιατροί ή θα πάνε από εκεί;"
«Αν δεν ανέβηκες στον βράχο, μην πεις ότι ήρθες φέτος στο νησί», συνηθίζουν να λένε οι ντόπιοι στους επισκέπτες, για τον διάσημο μονόλιθο. Το όρος Κάλαμος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μονόλιθος της Μεσογείου, μετά το Γιβραλτάρ. Το καλοκαίρι που το νησί σφύζει από ζωή, δεκάδες τουρίστες συνωστίζονται έξω από το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας Καλαμιώτισσας που βρίσκεται στην κορυφή του. Διανυκτερεύουν στον περίβολο της εκκλησίας, ώστε να ξυπνήσουν την στιγμή της ανατολής και να αντικρίσουν τον ήλιο να αναδύεται από τη θάλασσα. Τώρα τον χειμώνα, στην παραλία του Ρούκουνα, όπου μπορεί κανείς να έχει την καλύτερη θέα του επιβλητικού μονόλιθου, ακούς τα βήματα ενός μοναδικού φανατικού επισκέπτη.
Με τον αέρα να ανεμίζει το πουκάμισο του και το κύμα που σκάει στην ακτή να του δροσίζει τα πόδια, ο 45χρονος Θανάσης Βάρσος, περπατά ξυπόλητος στον Ρούκουνα. Όταν ακόμη βρισκόταν στην Αθήνα, καθηγητής στο Μουσικό Σχολείο Ιλίου, σε ένα διάλειμμα που το μυαλό του «ταξίδευε», ένας συνάδελφός του τον ρώτησε τι σκέπτεται. Τότε εκείνος του έδειξε ένα κάδρο που είχαν απέναντί τους και τον ρώτησε αν βλέπει την μικρή μάντρα που υπήρχε στον πίνακα και την θάλασσα που αχνοφαινόταν πίσω της. Αφού απάντησε καταφατικά ο συνάδελφός του, ο δάσκαλος είπε «Εγώ είμαι πάνω στη μάντρα και κουνάω τα πόδια μου και κοιτάω την θάλασσα». Ήταν η αρχή της δικής του περιπλάνησης. Τα τελευταία χρόνια ο Θανάσης ζητά εθελοντικά απόσπαση και πηγαίνει κάθε φορά σε ένα διαφορετικό νησί των Κυκλάδων. Βρέθηκε στη Μύκονο, μετά στα Κουφονήσια, έπειτα στη Μήλο, στην Τήνο και τώρα στην Ανάφη.
Η νωπή άμμος πάνω στην οποία έχει καθίσει ο δάσκαλος έχει σχηματίσει τις μεγάλες του πατημασιές. Η παραλία του Ρούκουνα είναι το ησυχαστήριό του, ενώ οι συχνές επισκέψεις του σε αυτήν του χαρίζουν ευτυχία. Δίχως να λογαριάζει τον χειμώνα και το τσουχτερό κρύο βυθίζεται στην θάλασσα ακόμη και τις ημέρες που τα γκρίζα σύννεφα σκεπάζουν το νησί. Για εκείνον, η Ανάφη είναι ένας τόπος που ταίριαξε στη δική του φιλοσοφία, στην δική του ιδιοσυγκρασία. Κάποτε σε συζήτηση που είχε με στελέχη επιχειρήσεων τον ρώτησαν ποιες είναι οι προσδοκίες και τα όνειρά του κι ο δάσκαλος τους αποκρίθηκε ότι το όνειρό του είναι να φτιάχνει ελληνικό καφέ και να βλέπει τη θάλασσα.
Όταν σουρουπώνει ο Θανάσης αφήνει στην άκρη τα βιβλία και τις ασκήσεις των μαθητών του και κατηφορίζει προς την ταβέρνα του Παναγιώτη, "Το Στέκι", για να πιάσει την κιθάρα του και να στηθεί ένα μικρό αυθόρμητο γλέντι. Τα προηγούμενα χρόνια η ταβέρνα παρέμενε κλειστή το χειμώνα, όπως κάθε άλλο μαγαζί στο νησί. Όμως ο δάσκαλος, μαζί με ντόπιους μουσικούς, έπεισαν τον Παναγιώτη να την κρατήσει ανοιχτή. Το «Στέκι» έγινε το σημείο συνάντησης όσων απομένουν στην Ανάφη και ένα μέρος όπου μπορούν να διασκεδάσουν και να ξεφύγουν από την ερημιά και τη μοναξιά του χειμώνα. Η σιωπή της νύχτας στο νησί με τους λιγοστούς κατοίκους σπάει από τους ήχους των μουσικών οργάνων, τις φωνές και τα τραγούδια που ενώνονται και δημιουργούν γλυκές μελωδίες στα αυτιά όσων περνούν απέξω.
Η παρέα πλέον έχει μεγαλώσει, δεν συμμετέχουν μόνο ντόπιοι αλλά και καθηγητές. «Ο καθένας βάζει ό,τι μπορεί, κάποιος βάζει τα μηχανήματα, κάποιος άλλος βάζει ένα μικρόφωνο ένα καλώδιο, άλλος με την κιθάρα του άλλος με το μπουζούκι και όλοι συμμετέχουμε στο να βγει κάτι καλό», εξηγεί ο δάσκαλος. Όσο το βράδυ προχωρά η διάθεση και το κέφι αυξάνονται, τα τραγούδια και οι πενιές συνοδεύονται από χορούς, από γέλια και χαμόγελα ζωγραφισμένα στα πρόσωπα των θαμώνων. «Έρχεται ο κόσμος και το θέλει, και κάθε φορά όλο και περισσότερο.», τονίζει εξηγώντας ότι τέτοιου είδους βραδιές, σπάνε τη μονοτονία και την πλήξη που μπορεί να νιώθουν όσοι κλείνονται στα σπίτια τους. «Είναι αλλιώς να βγεις και να διασκεδάσεις από το να μείνεις στο σπίτι, στη μοναξιά μέσα σε τέσσερις τοίχους. Θέλεις να μιλήσεις και να γελάσεις και να δεις κι άλλους ανθρώπους».
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Γιάννης Κολεσίδης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Γιάννης Κολεσίδης
ΒΙΝΤΕΟΓΡΑΦΗΣΗ Γιάννης Κολεσίδης
ΚΕΙΜΕΝΑ Ιωάννα Καρδάρα
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Βίκτωρας Αντωνόπουλος
ΜΟΝΤΑΖ Γιώργος Κολιός
*Όλο το δημοσιογραφικό υλικό προέκυψε από ταξίδι που έγινε τον Φεβρουάριο 2020